ΕΥΡΩΠΗ: ΕΡΓΑΣΙΑ-ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ/ ΑΛΛΑΓΕΣ/ ΝΕΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ/ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ του 21ου αι.
Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ & ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
Το βασικό ενδιαφέρον στην αρχική ανάλυση του Esping Andersen ήταν οι επιπτώσεις του κοινωνικού κράτους στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Συνεπώς, η έμφαση δόθηκε στη σχέση κράτους & αγοράς υποβαθμίζοντας τη σημασία της σχέσης της οικογένειας μ’ αυτούς τους δυο πόλους.
Η περιθωριοποίηση της οικογένειας & της διάστασης του φύλου από τη θεωρητική συζήτηση & τη συγκριτική ανάλυση, είχαν ως αποτέλεσμα:
• Την υποτίμηση της σημασίας των υπηρεσιών φροντίδας, ως σημαντικής παραμέτρου που διαφοροποιεί την ταξινόμηση των κρατών πρόνοιας και
• Την υποτίμηση του ρόλου του κοινωνικού κράτους, ως μηχανισμού που εδραιώνει, αναπαράγει ή διαφοροποιεί τις σχέσεις των 2 φύλων.
Ως προς την 1η παρατήρηση, αν στο πλαίσιο ανάλυσης προστεθούν οι πολιτικές παροχής υπηρεσιών φροντίδας, οι υπάρχουσες τυπολογίες διαφοροποιούνται σημαντικά.
Όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών φροντίδας για παιδιά προσχολικής ηλικίας, στην ομάδα των χωρών που αναλαμβάνουν τη συγκεκριμένη υποχρέωση ανήκουν χώρες που έχουν ταξινομηθεί σε διαφορετικά προνοιακά καθεστώτα όπως: Δανία, Σουηδία, Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Φιλανδία. Το ίδιο παρατηρείται και με την ομάδα κρατών με λιγότερο αναπτυγμένες πολιτικές φροντίδας για τα παιδιά στην οποία κατατάσσονται: Νορβηγία, Γερμανία, Ολλανδία, Αγγλία.
Για την ουσιαστική ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στους διάφορους τύπους του κοινωνικού κράτους, οι θεωρητικοί προτείνουν παράλληλα με τη χρήση του όρου από-εμπορευματοποίηση και τη χρήση του όρου Προσωπική Αυτονομία. Το ουσιαστικό κριτήριο είναι το κατά πόσο οι γυναίκες είναι σε θέση να δημιουργήσουν & να συντηρήσουν αυτόνομα νοικοκυριά. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της αυτονομίας αποτελούν: πρόσβαση σε εργασία, σε υπηρεσίες παροχής φροντίδας και σε παροχές.
Βάσει της κριτικής που του ασκήθηκε, ο Esping Andersen επανατοποθετεί την οικογένεια στο κέντρο της ανάλυσής του και εστιάζει στο ρόλο της οικογένειας ως σύνολο. Υιοθετεί τους όρους οικογενειοποίηση (familization) και από-οικογενειοποίηση (de-familization) σε αντιστοιχία με τον όρο της από-εμπορευματοποίησής.
Καταπιάνεται με το ερώτημα: σε ποιο βαθμό & κάτω από ποιες συνθήκες η οικογένεια απορροφά τους κοινωνικούς κινδύνους.
Σ’ ένα οικογενειοποιημένο πρότυπο το κράτος θεωρεί δεδομένο ότι η οικογένεια έχει κατά κύριο λόγο την ευθύνη για τη φροντίδα των μελών της.
Αντίθετα, σε ένα από-οικογενειοποιημένο σύστημα το κράτος ή η αγορά αναλαμβάνουν σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων φροντίδας που έχει η οικογένεια.
ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ & ΝΕΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Οι κυρίαρχες προσεγγίσεις για το κράτος πρόνοιας διατυπώθηκαν με βάση δεδομένα που δεν ισχύουν πια, όπως: οικονομική ανάπτυξη, σταθερό επαγγελματικό βίο, κυρίως των αντρών, κατανομή των έμφυλων ρόλων & ευθυνών μέσα στην οικογένεια, σταθερά ποσοστά γεννητικότητας.
Όλες οι χώρες της Ευρώπης συγκλίνουν, με σημαντικές διαφορές φάσης & έντασης των αλλαγών λόγω του διαφορετικού επίπεδου ανάπτυξης κάθε χώρας, σε μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από:
• Αποβιομηχάνιση
• Γήρανση του πληθυσμού
• Ασταθείς οικογενειακές δομές
• Αγορές εργασίας οι οποίες δεν παρέχουν ασφάλεια, και όπου απαιτείται διπλό εισόδημα για την εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης (275)
Η ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Η διεθνοποίηση της οικονομίας θεωρείται συχνά ως μια από τις κύριες αιτίες της κρίσης. Η κινητικότητα του κεφαλαίου επηρεάζει, έμμεσα, τα επίπεδα απασχόλησης ειδικά σε ευάλωτους τομείς
Η διεθνοποίηση του εμπορίου & οι τεχνολογικές αλλαγές επηρεάζουν τις δυνατότητες απασχόλησης των ανειδίκευτων ή των λιγότερο ειδικευμένων εργατών, οι οποίοι μαζί με τους νέους & τις γυναίκες αντιμετωπίζουν, σε ορισμένα κράτη, πιο έντονα το φάσμα της ανεργίας.
Ωστόσο, έχει επίσης επισημανθεί πως η παγκοσμιοποίηση αυτή καθαυτή δεν επηρεάζει τη βιωσιμότητα του κοινωνικού κράτους ή τους αναδιανεμητικούς του στόχους με την προϋπόθεση βέβαια, ότι η οικονομική κατάσταση του κάθε κράτους είναι υγιής.
Για το κοινωνικό κράτος οι βασικές προκλήσεις που θέτει η παγκοσμιοποίηση είναι η διατήρηση των οικονομικών μεγεθών σε ένα καλό επίπεδο και, κυρίως, η καταπολέμηση της δομικής ανεργίας.
Σημαντική παράμετρος της διεθνοποίησης της οικονομίας είναι η Ευρωπαϊκή ένωση (ΕΕ), η οποία από το 1951 έως σήμερα έχει διανύσει εντυπωσιακή πορεία τόσο ως προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης με διαδοχική ένταξη κρατών- μελών όσο και ως προς το εύρος της ολοκλήρωσης. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Λουκά Τσούκαλη « η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση άρχισε με τη βοήθεια οικονομικών εργαλείων και ο χαρακτήρας της ΕΕ παραμένει κατά βάση οικονομικός». Αυτό είναι εμφανές στο πλαίσιο της Οικονομικής & Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
Οι θεσμοί & οι αποφάσεις της ΕΕ οριοθετούν καταρχήν το μακρο-οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι επιμέρους εθνικές πολιτικές. Υπάρχουν τομείς πολιτικής, όπως για παράδειγμα η αγροτική πολιτική ή ο ανταγωνισμός όπου η παρέμβαση της ΕΕ είναι καθοριστική.
Σε άλλα επίπεδα πολιτικής, μεταξύ των οποίων και η κοινωνική πολιτική «ο ρόλος της περιορίζεται στη διατύπωση γενικών αρχών & οδηγιών, αφήνοντας επομένως αρκετά περιθώρια για άσκηση εθνικής πολίτικής και λειτουργία των επιμέρους ρυθμιστικών συστημάτων».
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση άφησε για χρόνια ανέπαφη την κοινωνική πολιτική & την πολιτική για την απασχόληση με εξαιρέσεις ρυθμίσεις για τη διακίνηση των εργαζομένων, τη δυνατότητα μεταφοράς ασφαλιστικών & συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων. Στα πεδία αυτά αποδείχτηκε πόσο σύνθετη είναι η διαδικασία συντονισμού & σύγκλισης.
Στα τέλη της δεκαετίας 80’ επί προεδρίας της επιτροπής του Ζακ Ντελόρ έγιναν οι πρώτες ουσιαστικές προσπάθειες έτσι ώστε τα ζητήματα απασχόλησης & κοινωνικής προστασίας να τεθούν επί τάπητος.
Το 1997 στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, αποτέλεσε κυριολεκτική τομή η εισαγωγή ενός κεφαλαίου για την απασχόληση. Με βάση τις αρχές της Συνθήκης τα κράτη-μέλη συμμετέχουν στον συντονισμό της πολιτικής χωρίς όμως να παραχωρούν τις αρμοδιότητές τους σε ότι τα αφορά. Επίσης, έμφαση δίνεται στο θεσμοποιημένο διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων καθώς και στη συμμετοχή των εργαζομένων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση (ΕΣΑ) διατυπώθηκε για 1η φορά το 1998 και έκτοτε τα κράτη- μέλη υποβάλουν τα εθνικά σχέδια δράσης για την απασχόληση (ΕΣΔΑ) τα οποία δομούνται με βάση κατευθυντήριες γραμμές (συμμετοχή γυναικών, δια βίου μάθηση, ενεργός γήρανση, καταπολέμηση των διακρίσεων) και ευρύτερους θεματικούς πυλώνες. ΤΑ ΕΣΔΑ αξιολογούνται από επιτροπή της ΕΕ και ανάλογα γίνονται συστάσεις & δίνονται κατευθύνσεις προς τα κράτη –μέλη.
Μέσω αυτής της ήπιας μορφής συντονισμού, γνωστή ως ανοικτή μέθοδος συντονισμού, η ΕΕ αφενός προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει τις θετικές πρακτικές των κρατών- μελών (τις οποίες μπορούν να ακολουθήσουν κι άλλα κράτη-μέλη) & να μετρήσει συγκριτικά την απόδοση του κάθε κράτους και αφετέρου αναγνωρίζει την ανυπαρξία ενιαίου ευρωπαϊκού μοντέλου που θ α μπορούσε να λειτουργήσει ως πρότυπο.
Κατά την εύστοχη παρατήρηση του Τσούκαλη, η σύνδεση των κρατών-μελών εδράζεται στις κοινές αξίες κι όχι τόσο στις κοινές πολιτικές που εφαρμόζονται. Για τον ίδιο, η έμφαση των προηγμένων δημοκρατιών στη συγκεκριμένη περιοχή του πλανήτη, δίνεται στην κοινωνική αλληλεγγύη & κοινωνική δικαιοσύνη, γεγονός που αντανακλάται και στα ποσά που δαπανούν οι ευρωπαϊκές χώρες για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής & προστασίας.
Εκτός από τις κοινές αξίες, ο άλλος κοινός παρονομαστής για όλα τα κράτη μέλη είναι οι προκλήσεις που θέτουν η παγκοσμιοποίηση, η ΟΝΕ, η δημογραφία, οι αλλαγές στη δομή της αγοράς εργασίας & της οικογένειας. (277)
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΓΗΡΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Η γήρανση του πληθυσμού εικάζεται ότι θα επηρεάσει τις ερχόμενες δεκαετίας όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Αν και σχετικά αβέβαιες, οι προβλέψεις για τα μέσα του 21ου αι είναι ότι η σχέση μεταξύ της πληθυσμιακής ομάδας άνω των 65 & της αντίστοιχης 20-64 θα επιδεινωθεί εις βάρος της 2ης. Μάλιστα χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία & η Ελλάδα θα αντιμετωπίσουν πολύ πιο έντονα προβλήματα.
Οι εξελίξεις αυτές συνιστούν πρόκληση για το σχεδιασμό των προϋπολογισμών των κρατών καθώς και για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Από την μια, η αναλογική μείωση των παραγωγικά ενεργών πληθυσμιακών ομάδων θα επιφέρει τη συρρίκνωση των κρατικών εσόδων καθώς και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (δηλαδή, θα είναι σχετικά λιγότεροι αυτοί που πληρώνουν φόρους & εισφορές. Από την άλλη, το παραγωγικά ανενεργό δυναμικό των ηλικιωμένων, θα λαμβάνει συντάξεις ή θα έχει ανάγκη πολυδάπανης ιατρικής φροντίδας, μεγαλύτερης από το παρελθόν τόσο λόγω της αναλογικής του αύξησης όσο και της επίτευξης μεγαλύτερου προσδόκιμου ζωής.
Στη ρίζα του το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού δεν αφορά αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την ύπαρξη περισσότερων ηλικιωμένων, αλλά συνδέεται κυρίως με το ζήτημα της υπογεννητικότητας με όσες προεκτάσεις βρίσκονται πίσω απ’ το συγκεκριμένο φαινόμενο, όπως υψηλή ανεργία, καθυστερημένη είσοδο νέων στην αγορά εργασίας, επισφαλείς θέσεις εργασίας για κάποιους σε συνδυασμό με εκπόνηση προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου.
Συμπερασματικά, το πραγματικό ζητούμενο, όπως αποτυπώνεται κι από τα εθνικά σχέδια δράσης για την απασχόληση των κρατών-μελών είναι η αύξηση της γεννητικότητας & της απασχόλησης.
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΟΜΩΝ.
Οι αλλαγές των οικογενειακών δομών & ο νέος ρόλος των γυναικών στην οικονομική ζωή συνιστούν ένα 2ο σημαντικό πρόβλημα, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει το σύγχρονο κοινωνικό κράτος σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.
Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν συχνά το δίλημμα μεταξύ εργασίας & οικογενειακών υποχρεώσεων.
Με δεδομένο το συνεχώς βελτιούμενο ποσοστό συμμετοχής γυναικών στην εκπαίδευση, το κόστος τεκνοποίησης για τις γυναίκες, ειδικά στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν ποιοτικές & επαρκείς υπηρεσίες φροντίδας, είναι μεγάλο. Αποτέλεσμα της συγκεκριμένης κατάστασης αποτελεί η μείωση των γεννήσεων που παρατηρείται..
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια οι οικογενειακοί δεσμοί γίνονται ολοένα και πιο ασταθείς, καθώς επίσης, οι μονογονεϊκές οικογένειες είναι πιο ευάλωτες στη φτώχια, τα κράτη οφείλουν να αναδιαμορφώσουν τους τομείς προστασίας & παροχής υπηρεσιών φροντίδας.
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών αποτελεί η επίμονη ανεργία.
Η προοπτική πλήρους απασχόλησης έχει εγκαταλειφθεί τόσο στην πράξη όσο και στο πεδίο εξαγγελιών, εφόσον το οικονομικό σύστημα αδυνατεί να εγγυηθεί συνθήκες ασφαλούς & αδιάλειπτης εργασίας και ικανοποιητικές αμοιβές για όλους.
Παράλληλα, η αγορά εργασίας αυξάνει, κυρίως με την είσοδο γυναικών & μεταναστών.
Την εργασιακή ζωή χαρακτηρίζει όλο και πιο έντονα η προσωρινότητα & η αβέβαιη εξέλιξη. Τα εκτός εργασίας διαστήματα αυξάνουν είτε αναγκαστικά, εξαιτίας της ανεργίας, είτε ως αποτέλεσμα επιλογής (φροντίδα παιδιών & ηλικιωμένων κ.λ.π.). Σε κάθε περίπτωση, η επανένταξη στην αγορά εργασίας είναι δύσκολη.
Η συρρίκνωση της βιομηχανίας & η μεταφορά του μεταποιητικού κλάδου, έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πλέον νέων θέσεων εργασίας, κυρίως στον τριτογενή τομέα.
Ο τριτογενής τομέας είναι αρκετά ανομοιογενής και συνυπάρχουν θέσεις εργασίας που απαιτούν υψηλή μόρφωση και δεξιότητες με θέσεις σε τομείς έντασης εργασίας (τουρισμός, εστιατόρια).
Η ετερογένεια παράγει διαφοροποιήσεις στις αμοιβές.
Ο τομέας υπηρεσιών εντάσεων εργασίας δημιουργεί μεγάλο αριθμό νέων, χαμηλά αμειβόμενων και ασταθών θέσεων εργασίας. Επίσης υπάρχει ο κίνδυνος εγκλωβισμού ομάδων εργαζομένων των οποίων οι γνώσεις & οι δεξιότητες αξιώνονται στη διάρκεια της εργάσιμης ζωής τους ή ομάδες που δεν έχουν ευκαιρίες για πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση & εκπαίδευση. (279)
ΝΕΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
Οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, αν θέλει να είναι πειστική, πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση αγορά – οικογένεια – κράτος προς μια νέα ισορροπία που θα ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα στους νέους κοινωνικούς κινδύνους. Ποια μορφή & ποιους συγκεκριμένους στόχους θα έχει αυτή η νέας ισορροπία; (279)
Σύμφωνα με τους αναλυτές οι τομείς που χρήζουν δραστικής παρέμβασης είναι:
• Οικογένεια & κυρίως παιδιά
• Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας & ο νέος καταμερισμός εργασίας μέσα στην οικογένεια
• Η δομή της αγοράς εργασίας και
• Τα συστήματα συνταξιοδότησης.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ & ΠΑΙΔΙΑ
Η κοινωνία του 21ου αι. είναι μια κοινωνία που η επιτυχία & η ενσωμάτωση περνούν μέσα γνωστικές δεξιότητες & τις κοινωνικές δυνατότητες των μελών της.
Ερευνητικά αποτελέσματα δείχνουν πως φτωχές & κοινωνικά αποκλεισμένες οικογένειες είναι πιθανότερο να μην μπορέσουν να ανταποκριθούν στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την νοητική & εκπαιδευτική ανάπτυξη των παιδιών τους.
Ο κίνδυνος της φτώχειας συγκεντρώνεται περισσότερο σε οικογένειες με παιδιά, σε αντίθεση με το παρελθόν που πιο ευάλωτοι ήταν οι ηλικιωμένοι. Εξάλλου, φτώχεια & κοινωνικό αποκλεισμό δύναται να αντιμετωπίσουν: μονογονεϊκές οικογένειες, οικογένειες «ενός εισοδήματος», οικογένειες με μέλη με ασταθή απασχόληση (κυρίως στις υπηρεσίες), χαμηλή μόρφωση, περιορισμένες επαγγελματικές δεξιότητες ή τέλος οικογένειες με άνεργους γονείς.
Σε μια κοινωνία όπου οι ευκαιρίες για επαγγελματική απασχόληση & κοινωνική ενσωμάτωση βασίζονται κυρίως στη γνώση, συνθήκες όπως οι παραπάνω συμβάλλουν σ’ ένα φαύλο κύκλο αποκλεισμού, μειωμένων ευκαιριών για ανάπτυξη και διαρκούς εξάρτησης από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.
Η πρόκληση για το κοινωνικό κράτος του 21ου αι. έγκειται στη δυνατότητα να αμβλύνει τις ανισότητες που εδράζονται στην παιδική ηλικία και να εξισορροπήσει τις «ευκαιρίες ζωής.
Συνεπώς, η στήριξη της οικογένειας, αφενός με επιδόματα, με επαρκείς ποσοτικά & ποιοτικά υπηρεσίες ημερήσιας φροντίδας & προσχολικής αγωγής και αφετέρου η ελαχιστοποίηση της σχολικής διαρροής & η διασφάλιση επαρκούς μόρφωσης των παιδιών, δηλαδή μια στρατηγική κοινωνικής επένδυσης με πρωταρχικό στόχο την προστασία της παιδικής ηλικίας φαίνεται μακροπρόθεσμα αποδοτική επιλογή για το κοινωνικό κράτος & τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Η εισροή των γυναικών, έστω και με διαφορετικούς ρυθμούς, αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Οι γυναίκες καταλαμβάνουν κεντρική θέση στους μετασχηματισμούς της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Κι αυτό γιατί η επαγγελματική αποκατάσταση αποτελεί το κύριο μέσο της ανεξαρτησίας τους, ενώ είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης των νοικοκυριών και τέλος στηρίζει τα ποσοστά απασχόληση και επομένως τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους. Εξίσου απαραίτητη για τη βιωσιμότητα του κοινωνικού κράτους αποτελεί η διατήρηση ενός ικανοποιητικού δείκτη γεννητικότητας.
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, οφείλει να συμβάλει στη συμφιλίωση οικογένειας & εργασίας η οποία θα προκύψει με την παροχή υπηρεσιών φροντίδας & τη δημιουργία συνθηκών εργασιακής ασφάλειας για τις γυναίκες.
Απαραίτητη είναι επίσης, η αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος, ώστε παρά τη συχνά κατακερματισμένη εργασιακή ζωή τους, να εξασφαλίζουν συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα & την διασφάλιση των θέσεων εργασίας.
Η παροχή υπηρεσιών φροντίδας για παιδιά & ηλικιωμένους συναρτάται θετικά με τη συμμετοχή των γυναικών/μητέρων στην αγορά εργασίας. Επίσης, η αύξηση των αντρικών ωρών εργασίας στο σπίτι, επηρεάζει θετικά τη γυναικεία απασχόληση, μόνο αν συνδυάζεται με επαρκή παροχή φροντίδας για παιδιά.
Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Η εξασφάλιση υψηλών ποσοστών απασχόλησης είναι ο προφανής στόχος κάθε πολιτικής για την κοινωνική ενσωμάτωση & προστασία.
Αιτούμενο είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας που να διασφαλίζουν την προσωπική ικανοποίηση & ανάπτυξη κάθε εργαζόμενου, την πρόσβαση σε σεμινάρια & προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης & εκπαίδευσης, ειδικότερα όσων βρίσκονται στον τομέα χαμηλής ειδίκευσης & τη ρύθμισης ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Η ευελιξία έχει συνδεθεί με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας & τη χαλάρωση της κοινωνικής προστασίας. Η μεγάλη πρόκληση για θεωρητικούς & πολιτικούς είναι η δημιουργία μιας αποτελεσματικής πολιτικής απασχόλησης που να συνδυάζει ευελιξία στην αγορά εργασίας & μέτρα κατά του αυξανόμενου κοινωνικού αποκλεισμού & της Νέας Κοινωνικής Τάξης Εργαζόμενων Φτωχών.
Σ’ αυτό, η Ολλανδία ίσως μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα, καθώς έδειξε πως ευελιξία & ασφάλεια δύναται να συνδυαστούν. Στην Ολλανδία άνοιξε το δρόμο της απασχόλησης για τη γυναίκα.
Οι μερικά-απασχολούμενοι στην Ολλανδία δεν μειονεκτούν σε βασικά δικαιώματα, όπως: κοινωνική ασφάλιση, κατάρτιση, επίδομα άδειας, επιδόματα για παροχή βοήθειας στα παιδιά, σύνταξη.
Στη Βρετανία η μερική-απασχόληση αντιμετωπίστηκε ως μέσο για τη μείωση του εργατικού κόστους, στην Ολλανδία η ίδια στρατηγική συμβάλει στην οργανωτική ευελιξία των επιχειρήσεων.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΗΡΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ.
Το πιο οξύ & άμεσο πρόβλημα που δημιουργεί η γήρανση του πληθυσμού είναι η χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους και ειδικότερα η βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Αιτούμενα σ’ αυτόν τον τομέα που διαπλέκεται μ’ όλα τα’ παραπάνω, είναι η αύξηση της απασχόλησης, η αύξηση της γεννητικότητας & η αναδιάρθρωση των συστημάτων συνταξιοδότησης.
ΠΗΓΕΣ
- Γαγανάκης Κ, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999
- Δρίτσα Μαργαρ. (επίμ)/ Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 2008
- Ράπτης Κώστας/ Γενική Ιστορία της Ευρώπης κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα/ Εκδόσεις ΕΑΠ/ Πάτρα 2000
- North D. C., Δομή και μεταβολές στην Οικονομική Ιστορία, Εκδ. Κριτική, Α. Αλεξιάδη, Αθήνα 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου