ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

1 Η διένεξη μέρους της επιστημονικής κοινότητας για το αν είναι δόκιμη ή όχι η μεταφορά του όρου Επανάσταση από την πολιτική στην οικονομική ιστορία δε θα μας απασχολήσει εδώ, αλλά θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο για λόγους συνεννόησης.
Σύμφωνα με τον ιστορικό E. Hobsbawm αποτέλεσμα της Βιομηχανικής Επανάστασης υπήρξε αφενός η συντριβή όλων των κοινωνικών δεσμών (πλην εκείνου του χρήματος) σε συνδυασμό με την εκτόξευση όλων των σχετικών με την οικονομία δεικτών (Hobsbawm, 1992: 52). Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της προηγούμενης διαπίστωσης μοιάζει να είναι σε συμφωνία με τα στοιχεία που μας δίνει ο Pounds για τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς μαζί με τον υπερδιπλασιασμό του ευρωπαϊκού πληθυσμού, παραθέτει τον υπερδιπλασιασμό της αγροτικής παραγωγής, τον δεκαπλασιασμό της βιομηχανικής παραγωγής και τον εξαπλασιασμό το ευρωπαϊκού ακαθάριστου προϊόντος (Pounds, 2001: 171). Όμως πίσω από τους οικονομικούς δείκτες, κρύβονται βαθιές ανακατατάξεις και αλλαγές στον τρόπο ζωής των ευρωπαίων, γεγονός που μαρτυρά η μαζική μετανάστευση και η χωρίς προηγούμενο διόγκωση των αστικών κέντρων.
Τη μετανάστευση της συγκεκριμένης περιόδου μπορούμε να τη διακρίνουμε σε εσωτερική,
από την αγροτική ύπαιθρο κάθε ευρωπαϊκής χώρας προς τις μεγάλες πόλεις που είχαν βιομηχανική παραγωγή, ικανή να απασχολήσει εργατικά χέρια, και σε υπερπόντια, που αν και μικρότερης έκτασης από την προηγούμενη θα αποκτήσει βαρύνουσα σημασία (Pounds, 2001: 182). Αρχικά τουλάχιστον, τόπο προέλευσης των μεταναστών θα αποτελέσουν οι λιγότερο εύφορες αγροτικές εκτάσεις, ενώ όσο κυλούσε ο αιώνας θα συρρέουν στις πόλεις ακόμα και από περιοχές στις οποίες η γεωργία δεν ήταν αποδοτική, λόγω του ότι δεν χρειάζονταν πλέον τόσο εντατική εργασία όσο στο παρελθόν (Pounds, 2001: 182). Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο βαθμός της μετανάστευσης έμοιαζε να κινούνταν με ρυθμούς αντιστρόφως ανάλογους της αγροτικής παραγωγής, δηλαδή σε τόπους ή χρονιές που η απόδοση της γης έπεφτε σε χαμηλά επίπεδα, αυξάνονταν ο αριθμός εκείνων που μετανάστευαν (Pounds, 2001: 184).
Μια ακόμα διάκριση που μπορούμε να κάνουμε, είναι αυτή μεταξύ της εποχικής και της μόνιμης μετανάστευσης. Στην αρχή του 19ου αιώνα, η πρώτη είχε προορισμό τις εγγύτερες πόλεις σε μικρή απόσταση από τον τόπο προέλευσης, αλλά ειδικά μετά εμφάνιση του ατμόπλοιου ακόμα και η υπερπόντια μετανάστευση μπορεί να λογαριάζονταν ως εποχική. Ωστόσο, εκείνο που ξεκινούσε σε αρκετές περιπτώσεις για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μπορεί στην πορεία να μετατρέπονταν σε μόνιμο (Pounds, 2001: 182).
Επιπλέον, ο χαρακτήρας της μετανάστευσης της συγκεκριμένης περιόδου ήταν κυρίως προλεταριακός. Δηλαδή, ένα ογκώδες κύμα προερχόμενο από τις αγροτικές μάζες θα κατακλείσει τις πόλεις ώστε να εργαστεί στη βιομηχανία και στο εξής οφείλει να συμμορφωθεί σε πρωτοφανείς εργασιακές συνθήκες, όσον αφορά ωράρια και μισθολογικά συστήματα, ενώ επιπλέον δεν θα κατέχει το ίδιο τα μέσα παραγωγής. Το πλέον ευάλωτο τμήμα του, το όποιο χρησιμοποιείται σαν φθηνό εργατικό δυναμικό, αντλείται από τις τάξεις των παιδιών και των γυναικών (Γαγανάκης, 1999: 247).

Μια από τις βασικότερες συνέπειες που είχαν οι εξελίξεις που περιγράψαμε, ήταν η ανακατανομή του αυξημένου ευρωπαϊκού πληθυσμού, με κατακόρυφη μεγέθυνση των μεγάλων πόλεων και των βιομηχανικών κέντρων, ενώ η ύπαιθρος παρέμεινε στάσιμη, είτε μειώθηκε ο πληθυσμός της. Χαρακτηριστικό είναι πως ο ευρωπαϊκός πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε τη στιγμή που ο αντίστοιχος αστικός εικοσαπλασιάστηκε (Pounds, 2001: 196). Πιθανά σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη, μοναδική εξαίρεση να αποτελούσε η Ολλανδία, λόγω έλλειψης βιομηχανικής ανάπτυξης (Pounds, 2001: 192).
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό των βιομηχανικών περιοχών, υπήρξε η μείωση των ρυθμών γεννήσεων και θανάτου συγκριτικά με την υπόλοιπη χώρα, όπως για παράδειγμα στον ιταλικό βορρά και στην Καταλονία. Αντίθετα σε περιοχές με προβιομηχανική οικονομία, η μόνη λύση στις τάσεις υπερπληθυσμού ήταν η μετανάστευση, όπως συνέβη στον ιταλικό νότο και στην Cuenea της Νέας Καστίλης (Pounds, 2001: 194).
Επιπλέον, στις αγροτικές περιοχές που ο πληθυσμός μειώθηκε λόγω της μετανάστευσης, το γεγονός είχε αντανάκλαση και στην πτώση των αναπτυξιακών ρυθμών (Pounds, 2001: 193). Αντίθετα, οι πρωτεύουσες και τα βιομηχανικά κέντρα αναπτύχθηκαν, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δημιουργήθηκαν πόλεις απ’ την αρχή, χάρη στην ύπαρξη βιομηχανικής παραγωγής. Βέβαια, στις τελευταίες ήταν εμφανής η έλλειψη άλλων στρωμάτων πλην της εργατικής τάξης και υπολείπονταν στον τομέα των υπηρεσιών (Pounds, 2001: 196). Αναλογικά, οι μεγάλες πόλεις επέδειξαν μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις μικρομεσαίες και παράλληλα εμφανίστηκε και ο τριτογενής τομέας των υπηρεσιών. Συνάμα, σε αρκετές μεγάλες πόλεις οι διοικητικές λειτουργίες έφτασαν σε βαθμό να υπερτερούν των άλλων τομέων της οικονομίας κι οι αγροτικές ασχολίες μειώθηκαν όπου δεν εξαλείφθηκαν εντελώς (Pounds, 2001: 198).
Ωστόσο, η αστικοποίηση και η εκβιομηχάνιση παρουσίαζαν και αρκετά σοβαρά προβλήματα,
τουλάχιστον στην πρώτη φάση της ανάπτυξης και σε αρκετές περιπτώσεις μέχρι και την καμπή του εικοστού αιώνα. Οι πυκνοκατοικημένες εργατογειτονιές, πέρα από το πρόβλημα αισθητικής, λόγω της μονότονης ομοιομορφίας τους, έθεταν και σοβαρό ζήτημα υγιεινής, καθώς η πυκνή δόμηση και ο συνωστισμός ευνοούσαν τη μετάδοση ασθενειών. Επίσης, τα υποτυπώδη μέτρα υγιεινής σε συνδυασμό με το πρόβλημα έλλειψης καθαρού πόσιμου νερού που αντιμετώπιζαν αρκετές μεγάλες πόλεις απειλούσαν τη δημόσια υγεία , με αποτέλεσμα την εξάπλωση επιδημιών όπως η χολέρα. Επιπλέον, πρόσβαση στους τομείς της ενέργειας- αρχικά στο αέριο και στην συνέχεια στο ηλεκτρικό – είχαν πρόσβαση (όπως και σε καθαρό νερό), μόνο στις καλύτερες γειτονιές (Pounds, 2001: 202). Τέλος, όσο οι πόλεις μεγάλωναν, τόσο αναδεικνύονταν τα προβλήματα στις μετακινήσεις και τις μεταφορές. Έτσι, ευνοήθηκε η λύση των μαζικών μέσων μεταφοράς- λεωφορείων και τραμ- αρχικά ιππήλατων και στη συνέχεια ηλεκτρικών (Pounds, 2001: 202). Παράλληλα, καθώς το ζήτημα της τροφοδοσίας γίνονταν όλο και πιο επιτακτικό όσο μεγάλωνε η πόλη, οι αγορές εξειδικεύτηκαν και έγιναν μόνιμες, ενώ εργαστήρια παραγωγής τροφίμων απόκτησαν εργοστασιακή λειτουργία. Χάρη σ’ αυτές τις εξελίξεις, απομακρύνθηκε η απειλή των λιμών που έπληττε τα αστικά κέντρα κατά το παρελθόν (Pounds, 2001: 205).

Στον αιώνα που ακολούθησε, η μετανάστευση τόσο υπερπόντια -ειδικότερα τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα – όσο και εσωτερική εξακολουθούσε υφίσταται ως φαινόμενο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ειδικότερα μετά το πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, οι βιομηχανικές χώρες της βόρειας Ευρώπης, τόσο λόγω μεγάλης καταστροφής σε παραγωγικές δυνάμεις, υποδομές κ.λ.π, όσο και λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού αποτέλεσαν τόπο προορισμού για εργάτες από τις χώρες της νότιας Ευρώπης. Ωστόσο, χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης περιόδου, αποτελούσε η οργανωμένη και κεντρικά σχεδιασμένη μετανάστευση από τις αναπτυγμένες χώρες του βορά, χάρη στην ικανότητα και την επιθυμία τους να απορροφούν εργατικό δυναμικό. Όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η συγκεκριμένη κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, μέχρι του σημείου να μιλάμε ακόμα και για αντιστροφή της κατάστασης σε κάποια επίπεδα.
Πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να εντοπίσουμε αλλαγές που αφορούν τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική μετανάστευση σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα: Το πρώτο αφορά τη σύνθεση των μεταναστών όπου διακρίνουμε μεγαλύτερη κινητικότητα των προσφύγων και των αδήλωτων μεταναστών είτε πρόκειται για εξωτερική μετανάστευση από Αφρική και Ασία, είτε για ομάδες από την ανατολική Ευρώπη. Μεγαλύτερη κινητικότητα εμφανίζει επίσης και η εσωτερική μετανάστευση μεσαίων και υψηλών στρωμάτων, όπου κατευθύνονται αφενός προς τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις για εργασιακούς λόγους, αφετέρου σε τόπους που αποτελούσαν επιλογές διακοπών και αναψυχής. Παράλληλα, μαζί με την εμφάνιση των νέων ρευμάτων, μεγαλύτερη σημασία αποκτά η γυναικεία μετανάστευση. (Αράπογλου, 2008: 138,139)
Το δεύτερο επίπεδο συμπεριλαμβάνει τις αλλαγές των τόπων προέλευσης αλλά και των τόπων προορισμού των μεταναστών. Έτσι, ο ευρωπαϊκός νότος, ο οποίος αποτελούσε παραδοσιακά τόπο αποστολής έχει μετατραπεί σε τόπο υποδοχής μεταναστών. Τόπους αποστολής συνιστούν αφενός η Αφρική αλλά και η Ασία στην εξωτερική μετανάστευση, αφετέρου η βόρεια και η ανατολική Ευρώπη προς τον νότο. (Αράπογλου, 2008: 139)
Το τρίτο επίπεδο έχει να κάνει με την επαγγελματική διάρθρωση των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Το πρότυπο του προλετάριου μετανάστη τείνει να αντικαταστήσει σε σημασία, εκείνο του μικρού εμπόρου και επιχειρηματία που διεξάγει διασυνοριακό εμπόριο μέσα από μικρές εθνοτικές επιχειρήσεις στον τόπο υποδοχής. Εξάλλου, στελέχη πολυεθνικών και επαγγελματίες από το χώρο των υπηρεσιών, έχουν τόπο προορισμού τις πιο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Συνάμα, αυξάνονται οι περιπτώσεις μόνιμης εγκατάστασης σε τόπους που αποτελούσαν επιλογές αναψυχής. (Αράπογλου, 2008: 139)
Στο τελευταίο επίπεδο αντικατοπτρίζονται οι αλλαγές των τρόπων κινητοποίησης. Καθώς στα σύγχρονα ρεύματα οι ανισότητες δεν εδράζονται [πάντα] σε ταξικούς λόγους αλλά στη γεωγραφική κινητικότητα, όπως και στην αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογιών [βλέπε τηλεεργασία] από νέα κοινωνικά στρώματα (Αράπογλου, 2008: 139)

Έτσι, η αντιμετώπιση στις χώρες υποδοχής παρουσιάζει μια πολυσημία που κυμαίνεται από την από την έξαρση του εθνικισμού και σε πιο ακραίες περιπτώσεις σε εκδήλωση ξενοφοβίας και ρατσισμού έως την εκδήλωση συναισθημάτων και πράξεων διεθνιστικής αλληλεγγύης και διοργάνωσης υποστηρικτικών εκδηλώσεων (Λεοντίδου, 2008: 369,374). Βέβαια, για την ελλειμματική ένταξη της συγκεκριμένης μερίδας μεταναστών που φτάνει μέχρι το βαθμό του κοινωνικού αποκλεισμού, μεγάλο βάρος πέφτει στις κυβερνήσεις και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση σε επίπεδο κορυφής. Από τη μια, για την αντιρρεαλιστική αρχική πολιτική της «Ευρώπης –φρούριο», που είχε στόχο να αποκλείσει τους μετανάστες από Αφρική, Ασία και Ανατολική Ευρώπη από τα εδάφη της. Από την άλλη, για την αδιαφορία ή την έλλειψη βούλησης ακόμα και σήμερα, να διασφαλίσει οικιστική και εργασιακή αποκατάσταση (Λεοντίδου, 2008:365,367).
Μολονότι η αντιμεταναστευτική ρητορεία, συνεπικουρούμενη σε αρκετές περιπτώσεις και από μερίδα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, μετατοπίζει το βάρος κοινωνικών προβλημάτων, με πολλές φορές ατεκμηρίωτες κατηγορίες, για αύξηση της ανεργίας ή της εγκληματικότητας, στην αθρόα μετανάστευση. Στους μετανάστες μπορεί να πιστωθεί η συμβολή στην αναπαραγωγή και την ευημερία μεσοστρωμάτων των χωρών υποδοχής μέσω: της διατήρησης χαμηλού κατασκευαστικού κόστους στις παρυφές των πόλεων, απελευθέρωσης των γυναικών από το βάρος της οικιακής φροντίδας με αποτέλεσμα την ευκολότερη επαγγελματική αποκατάσταση των τελευταίων, την προσφορά εργασίας είτε σε παλιές μεταποιητικές μονάδες είτε σε παλιές και νέες βιομηχανικές συνοικίες, την ενίσχυση του εισοδήματος των μικρών ιδιοκτητών μέσω της ενοικίασης των παλιών οικιών στο κέντρο της πόλης, τη διατήρηση ή την επέκταση του κοινωνικού εξοπλισμού (Αράπογλου, 2008: 142).
Σ’ ένα άλλο επίπεδο η νέα μορφή μετανάστευσης μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, σε αναζήτηση
ενός ποιοτικότερου τρόπου ζωής, μοιάζει να έχει αντίστροφη κατεύθυνση από αυτήν που ακολουθούσε μεταπολεμικά η εσωτερική ευρωπαϊκή μετανάστευση για εργασιακούς λόγους. Όμως η κατεύθυνση από το βορά προς το νότο δεν αποτελεί τη μόνη αντιστροφή. Σε οικονομικό επίπεδο, αυτό το ρεύμα διακρίνεται περισσότερο για την κατανάλωση – ειδικά υπηρεσιών – παρά για την παραγωγή. Στον εργασιακό τομέα, η αξιοποίηση των δυνατοτήτων νέων τεχνολογιών, όπως η τηλεεργασία, επιτρέπει την μετακίνηση και ενεργών παραγωγικά τμημάτων, εκτός των συνταξιούχων. Επιπλέον, πολιτιστικά ενσωματώνεται αρκετά εύκολα, χωρίς να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης που διατρέχουν οι οικονομικοί μετανάστες και οι πρόσφυγες (Λεοντίδου, 2008: 373). Η συμβολή τους μπορεί να αναγνωριστεί στην αναβάθμιση οικισμών, μέσω χρημάτων που προσφέρουν για την συντήρηση παραδοσιακών οικισμών, αλλά και στην πληθυσμιακή σταθεροποίηση τόπων που κινδύνευαν με ερήμωση. Στον αντίποδα, η παρουσία τους ενθαρρύνει την τάση για «ξεπούλημα», ενώ επίσης υποβόσκει μια τάση αποκλεισμού των ντόπιων, είτε λόγω αδυναμίας των τελευταίων στην απόκτηση κατοικίας, είτε λόγω ιδιωτικοποίησης χώρων όπως οι ακτές (Λεοντίδου, 2008: 374).

Όπως γίνεται αντιληπτό, η μετανάστευση αποτελεί ένα πολυσύνθετο, πολυπαραγοντικό και πολυεπίπεδο φαινόμενο που αφορά μετακινήσεις πληθυσμών από τον τόπο προέλευσης στον τόπο προορισμού. Οι λόγοι αυτής της μετακίνησης μπορεί να είναι επίσης ποικίλοι και σύνθετοι ειδικά στις μέρες μας με τους περιορισμούς που θέτει αλλά και τις δυνατότητες που ανοίγει η παγκοσμιοποίηση. Από αυτήν την άποψη μια συγκριτική ανάλυση της μετανάστευσης, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο τα χαρακτηριστικά των πληθυσμών (εθνικά, ταξικά, πολιτιστικά κ.α.) που μετακινούνται, όσο και τις διεργασίες και τους λόγους (πολιτικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς κ.λ.π) που ώθησαν στην μετακίνηση αυτή, και συνάμα, τη δυνατότητα αντικειμενικής εκτίμησης της διαμορφωθείσας κατάστασης στους τόπους προορισμού. Με αυτήν την έννοια η δυνατότητα αξιοποίηση της διεπιστημονικότητας, αντί της υιοθέτησης μιας μόνο διαίρεσης των ήδη υπαρχόντων κλάδων της γεωγραφίας, και μιας προσπάθειας σύνθεσης όλων των κλάδων της ανθρωπογεωγραφίας –Κοινωνική, πολιτική, Οικονομική κ.οκ- που θα συμπεριλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της πραγματικότητας, μοιάζει να είναι το προσφορότερο εργαλείο για ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο όπως η μετανάστυευση.
.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- HobsbaumE./ H εποχή των επαναστάσεων 1789-1848/ σ. 52/ Εκδ. ΜΙΕΤ/ Αθήνα 1992
- PoundsN.J.G./ Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης, τ’ Α/ Εκδ. Ε.Α.Π./ Πάτρα 2001
- Αράπογλου Βασίλης/ Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός/ Εκδ. Ε.Α.Π./Πάτρα 2008
- Γαγανάκης Κ/ Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 1999
- Λεοντίδου Λίλα/ Αγεωγράφητος Χώρα/Εκδ. Ελληνικά Γράμματα/ Αθήνα 2008
Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου