ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ANNALES ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ κ' ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ στο πλαίσιο της Πανευρωπαϊκής προσέγγισης της οικονομικής Ιστορίας
Η διαδικασία διερεύνησης, με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων για το αν η σχολή των Annales – έστω και αν ο όρος «σχολή» χρησιμοποιείται καταχρηστικά με την έννοια πως τα μέλη τους δεν αποδέχονται το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό – αποτελεί συμπληρωματική ή εναλλακτική προσέγγιση, συγκρινόμενη με την ενδογενή τάση της οικονομικής ιστορίας, η οποία ονομάστηκε Ιστορία των Επιχειρήσεων και των Επιχειρηματιών, εξαρχής γεννά αρκετούς προβληματισμούς. Καταρχήν, είναι δόκιμη μια τέτοια σύγκριση ανάμεσα σε μια σχολή με δηλωμένο στόχο τον πλουραλισμό των κατευθύνσεων και προσεγγίσεων ποικίλων ιστορικο- οικονομικών φαινόμενων1, με μια τάση που ο κυριότερος ίσως στόχος της είναι η διερεύνηση του μικροθεσμού της επιχείρησης, με απώτερο σκοπό τη μελέτη του ρόλου και της συμβολής της στην ανάπτυξη ενός εθνικού οικονομικού μοντέλου2; Επιπλέον, υπάρχει κοινός τόπος μεταξύ των δύο προσεγγίσεων, με δεδομένο ότι το κύριο ενδιαφέρον των Annales επικεντρώνεται στη λεγόμενη προνεωτερική εποχή- δίχως βέβαια να απουσιάζουν και μελέτες για το σύγχρονο κόσμο3 – ενώ αντίθετα, το βάρος των ιστορικών των επιχειρήσεων εστιάζεται στην ιστορική περίοδο που σημαδεύτηκε από την εμφάνιση του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής; Τέλος, το εύρος των ενδιαφερόντων των Annales, η πληθώρα μεθοδολογικών εργαλείων που χρησιμοποίησαν από την ίδρυσή τους έως τις μέρες μας και η επιδίωξη, κυρίως της τελευταίας γενιάς της σχολής, για «διάλυση ενός ιδιαίτερου annale προσανατολισμού εντός μιας ιστοριογραφίας που περιέχει ποικίλες κατευθύνσεις»,4 δύναται να διαμορφώσει ένα ιστοριογραφικό πλαίσιο ώστε να εγκολπώσει ενδιαφέροντα και επιδιώξεις των ιστορικών των Επιχειρήσεων; Και αντίθετα, οι τελευταίοι μπορούν να ωφεληθούν και να αξιοποιήσουν την προσφορά των Annales στο δικό τους πεδίο έρευνας; Τα παραπάνω αποτελούν κάποια από τα ερωτήματα που γέννιουνται στην προσπάθεια εξέτασης των δύο προσεγγίσεων της οικονομικής ιστορίας. Όμως, για μια καλύτερη κατανόηση των επιδιώξεων τους, οφείλουμε να περάσουμε σε μια διεξοδικότερη εξέταση της κάθε μιας από τις δύο ιστοριογραφικές προσεγγίσεις.
Ξεκινώντας με μια από τις πλέον σημαντικές σχολές ιστορικής σκέψης του 20ου αιώνα που αντιπροσωπεύουν οι Annales, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως στην πορεία των δεκαετιών, τόσο η μεθοδολογία, όσο και τα ερευνητικά ενδιαφέροντα άλλαζαν, εμπλουτίζονταν, διευρύνονταν από γενιά σε γενιά, καθώς οι ιστορικοί εκτός από ερευνητές αποτελούσαν και δέκτες των εκάστοτε τεχνολογικών, επιστημονικών, πολιτιστικών, κοινωνικών και άλλων μηνυμάτων, με συνέπεια η οπτική τους να μην μένει ανεπηρέαστη από το πνευματικό περιβάλλον της εποχής τους5. Βέβαια, ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματά τους αποτελούσε πάντα η προτεραιότητα που έδιναν στην έρευνα έναντι της θεωρητικής σκέψης, όπως και η αποφυγή διατύπωσης κάποιας θεωρίας6. Ενώ όπως προαναφέρθηκε ο πλουραλισμός στις κατευθύνσεις και τις προσεγγίσεις θεωρούνταν προαπαιτούμενο.
Στο σημείο αυτό, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε αφενός ορισμένες από τις σημαντικότερες συμβολές των annales σε επίπεδο μεθοδολογίας και αφετέρου κάποιες σημαντικές ερευνητικές προσπάθειες, καθώς με το έργο τους συνέβαλαν στην αλλαγή της ίδιας της ιστορικής σκέψης. Από τις πιο καθοριστικές πρωτοβουλίες, αποτέλεσε η προσπάθεια διεπιστημονικής εργασίας και η χρήση εργαλείων άλλων επιστημών, χωρίς να παραγνωρίζουν όμως την κεντρική θέση της ιστορίας7. Από τα έργα της πρώτης κιόλας γενιάς Annales, διαπιστώνεται πως εντός των πλαισίων της γαλλικής ιστοριογραφίας συνάπτονται στενές σχέσεις μεταξύ γεωγραφίας, οικονομίας και ανθρωπολογίας. Ειδικότερα για την γεωγραφία, πρέπει να επισημανθεί πως έχει ιδιαίτερες διαστάσεις στα πλαίσια της ιστοριογραφίας κατέχοντας ιστορικό και πολιτισμικό προσανατολισμό8, ενώ παράλληλα μεγάλη σημασία αποδίδεται στην περιφέρεια, με απόρροια του τελευταίου η συγγραφή της ιστορίας να είναι είτε τοπική είτε υπερεθνική9.
Στη δεκαετία του 60’, παρατηρείται εκτός από τον προσανατολισμό στις κοινωνικές επιστήμες, η στροφή στην ποσοτικοποίηση και η ανάδειξη της ποσοτικής ιστορίας, εργαλεία της οποίας θα αξιοποιήσουν και τα Annales. Ο πρώτος που εργάστηκε μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και που στο έργο του ασχολήθηκε με την οικονομική ιστορία της Γαλλίας, ήταν ο Μπρωντέλ. Ο συγκεκριμένος, εστίασε στους καθοριστικούς για την οικονομία παράγοντες σε βάθος χρόνου δεκαετιών ή αιώνων, εξετάζοντας τους μεγάλους επαναλαμβανόμενους κύκλους που παρατηρούνται σ’ αυτήν10. Με αυτόν τον τρόπο, η οικονομία προσέγγισε την κλασική πολιτική οικονομία, δίχως όμως να ενστερνίζεται την αισιοδοξία της τελευταίας όσον αφορά τη σταθερότητα ή τη δυνατότητα ανάπτυξης11. Παράλληλα, από άλλους ερευνητές εκπονήθηκαν δημογραφικές μελέτες που αξιοποιούσαν δημογραφικά δεδομένα και είχαν στόχο την καταγραφή της ιστορίας κάποιας περιοχής. Η επεξεργασία και η αξιοποίηση στατιστικών στοιχείων, έδιναν πολύτιμες πληροφορίες για ένα εύρος ζητημάτων που εστίαζαν από τις οικογενειακές συμπεριφορές έως αναλύσεις για την αλληλεπίδραση μέσα στο χρόνο μεταξύ πληθυσμιακής εξέλιξης και τιμών των ειδών διατροφής12. Επιπλέον, μια ακόμα διεύρυνση της διεπιστημονικής έρευνας λαμβάνει χώρα στις αρχές τις δεκαετίας του 70’, με την προσπάθεια ενσωμάτωσης ιστορικών και κοινωνικών επιστημών, πλην των τριών που προαναφέραμε, χάρη στην αξιοποίηση επιστημών όπως η γλωσσολογία, η σημειολογία, οι επιστήμες της λογοτεχνίας και της τέχνης, και της ψυχανάλυσης. Η συγκεκριμένη προσπάθεια άσκησε μεγάλη επιρροή στην έρευνα στη Γαλλία και ενίσχυσε την ομαδική δουλεία13.
Αυτές όμως δεν ήταν οι μοναδικές συμβολές του έργου των Annales. Δύο ακόμα καινοτομίες αποτελούν, από τη μια η νέα αντίληψη που επέφεραν στον ιστορικό χρόνο, και από την άλλη η κεντρική θέση που κατέχει η κουλτούρα στα έργα τους. Όσον αφορά το χρόνο, στα περισσότερα έργα των Annales απουσιάζει η γραμμική θεώρηση στην οποία η ιστορία ακολουθεί συγκεκριμένη κατεύθυνση, ενώ παράλληλα αίρεται η εμπιστοσύνη στην πρόοδο και αμφισβητείται η ανωτερότητα της δυτικής κουλτούρας14. Στην μελέτη ενός πολιτισμού ή μιας γεωγραφικής περιοχής, ο χρόνος μπορεί να έχει πολλές διαστάσεις και να είναι διαφορετικός για κάθε εξεταζόμενη δομή, ακόμα εντός των πλαισίων του ίδιου πολιτισμού15. Όσο για την έννοια της κουλτούρας, αυτή διευρύνεται για να συμπεριλάβει κλάδους που προηγούμενα αποτελούσαν αυτόνομους χώρους μελέτης, όπως το κράτος, η οικονομία, η θρησκεία, η νομοθεσία, η λογοτεχνία. Κατ’ επέκταση, η κουλτούρα παύει να αποτελεί πεδίο δραστηριοποίησης ή αποκλειστικής οικειοποίησης μικρών ομάδων όπως οι διανοούμενοι ή οι καλλιτέχνες και μετατρέπεται σε τρόπο εξέτασης της ίδιας της ζωής μέσα στις πολλαπλές εκφάνσεις της, αγκαλιάζοντας το σύνολο του πληθυσμού16. Εξάλλου, λόγω της διεπιστημονικότητας που περιγράψαμε και της κατάργησης των διαχωρισμών μεταξύ συγγενικών επιστημονικών κλάδων, η σημασία της κουλτούρας ή άλλων κοινωνικών πλευρών αναβαθμίζονται, συγκριτικά με την κεντρική θέση που κατείχε ο θεσμός του κράτους ως άξονας έρευνας17.
Άλλη αξιοσημείωτη μεταβολή στην οπτική των Annales, αποτελεί η έμφαση που δίνουν στις δομές σε αντίθεση με τα πρόσωπα, τα οποία κατέχουν περιθωριακή θέση σε σχέση με την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα18. Επίσης, κοινό στοιχείο πολλών έργων αποτελεί η απουσία κάποιου κεντρικού θεσμού ως αφηγηματικού άξονα, όπως για παράδειγμα το έθνος. Αντίθετα, ιδιαίτερο βάρος μπορεί να έχουν οι δεσμοί μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών δομών ή η εστίαση σε μοντέλα σκέψης και συμπεριφοράς. Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημάνουμε τη μεγάλη βαρύτητα που ανέκαθεν έδιναν τα Annales στην ιστορία των συνειδήσεων και στην εξέταση αντιλήψεων και νοοτροπιών. Ειδικά από τους ιστορικούς της τρίτης γενιάς, η μελέτη λαϊκών συμπεριφορών μέσα σε κοινωνικο-οικονομικά πλαίσια, καθιέρωσε μια ιστορία νοοτροπιών. Πολύτιμοι αρωγοί σ’ αυτήν την προσπάθεια, υπήρξαν οι τέχνες και η λογοτεχνία, οι οποίες αξιοποιήθηκαν για την ανάπλαση των νοοτροπιών προηγούμενων ιστορικών περιόδων19.
Συνοψίζοντας, στην πολυετή προσφορά των Annales μπορούμε να καταλογίσουμε τις καινοτομίες που επέφεραν στην ιστορική σκέψη και την επιρροή που άσκησαν στην οπτική και τη συγγραφή της ιστορίας. Η προώθηση της διεπιστημονικότητας, η μεταβολή εννοιών όπως ο χρόνος ή η κουλτούρα, η περιφερειακή ή πολιτισμική κατανομή του γεωγραφικού χώρου, η εστίαση σε δομές και σε μοντέλα και η συνακόλουθη αφηγηματική πρωτοτυπία με την αποφυγή χρήσης κάποιου θεσμού ως αφηγηματικού άξονα, η εγκατάλειψη μεθόδων του ιστορικισμού δίχως να απουσιάζει η πολιτική ιστορία, αποτελούν ορισμένες από τις συμβολές τους. Παράλληλα, η κοινωνική και οικονομική ιστορία εμπλουτίστηκε και πλαισιώθηκε από μια πληθώρα μεθοδολογικών και εννοιολογικών προσεγγίσεων, με αναπόφευκτο ίσως τίμημα κάποιες σοβαρές αντιφάσεις στην πρακτική τους20. Συνάμα, παρά την άρνηση κάθε ορθοδοξίας και τον πλουραλισμό κατευθύνσεων και προσεγγίσεων, η συνάφεια στη γλώσσα και στις έννοιες που υιοθετούν αποτελούν το νήμα της συνέχειας ανάμεσα στις γενιές των Annales, σε μια πορεία δεκαετιών.
Περνώντας σε μια αντίστοιχη εξέταση της ιστορίας των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών, όπως επισημάναμε και στην εισαγωγή, το ερευνητικό ενδιαφέρον συγκεκριμένης τάσης εστιάζει σε συγκεκριμένους θεσμούς και δομές που εμφανίζονται και αναπτύσσονται σε μια χρονολογικά και ιστορικά πρόσφατη περίοδο, την οποία χαρακτηρίζει η κυριαρχία του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, η ύπαρξη ενός σαφώς πιο συγκεκριμένου πεδίου από θεματολογική ή χρονολογική άποψη, συγκριτικά με εκείνο των Annales, δε σημαίνει και απουσία ποικιλίας προσεγγίσεων.
Ο ρόλος και η συμβολή των επιχειρήσεων όπως και εκείνος των επιχειρηματιών στην εξέταση της εξέλιξης κάποιας εθνικής οικονομίας, προσεγγίζεται υπό ποικίλες οπτικές. Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των ιστορικών όσον αφορά τις επιχειρήσεις, μπορούν να αφορούν μια σχεδόν ανεξάντλητη γκάμα ζητημάτων όπως, η σημασία των μεγάλων επιχειρήσεων για την οικονομία, η εξέταση διαφορετικών τύπων και ιδιοκτησιακών καθεστώτων επιχειρήσεων που κυριαρχούν σε κάθε χώρα, ο ρόλος του κράτους, οι διοικητικές ή οργανωτικές δομές, το μέγεθος, η κοινωνική και οικολογική συμπεριφορά, η στρατηγική τους. Ακόμα, μπορεί να εξετάζονται ζητήματα που αφορούν το εσωτερικό των εταιρειών όπως μεταξύ άλλων, η διαδικασία σχηματισμού τους, ο ρόλος του φύλου ή της εθνικότητας στην εξέλιξη μιας επιχείρησης, η πρόσφατη ιστορία τους όπως κι αυτή των προϊόντων που παράγουν21. Επιπλέον, παράμετροι όπως συμπεριφορές και νοοτροπίες κοινωνικών ομάδων και ο ρόλος που αυτές διαδραμάτισαν για την εμπλοκή με επιχειρηματικές δραστηριότητες, η σημασία των θρησκευτικών ή πολιτισμικών δεσμών στην βιομηχανική ανάπτυξη, ο τρόπος δράσης και οι δεξιότητες των επιχειρηματιών, ερευνώνται μεθοδικά22.
Όσον αφορά τη μεθοδολογία της συγκεκριμένης τάσης, παρατηρούμε επίσης έργα που αποτελούν προϊόντα διεπιστημονικής εργασίας. Η χρήση εργαλείων από τις κοινωνικές επιστήμες, την κλασική ιστορία, τα οικονομικά και τα νομικά, η αξιοποίηση εμπειρικού υλικού και πρωτογενών στοιχείων, δημιουργούν συνθέσεις στην προσπάθεια διατύπωσης θεωριών των επιχειρήσεων και εξέτασης της ανάπτυξης των εθνικών οικονομικών μοντέλων23.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, ανάμεσα στο έργο των ιστορικών των Annales και σε εκείνο των ιστορικών των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών, μπορούμε να διαπιστώσουμε τόσο διαφορές όσο και ομοιότητες όσον αφορά τα ερευνητικά ενδιαφέροντα και τη μεθοδολογία τους. Στο πλαίσιο λοιπόν μιας Πανευρωπαϊκής προσέγγισης της Οικονομικής ιστορίας, οφείλουμε αρχικά να υπογραμμίσουμε πως η σύγχρονη έρευνα στρέφεται κατά κύριο λόγο, σε τρεις τομείς: τον ποσοτικό προσδιορισμό της οικονομικής αλλαγής, την εστίαση σε περιοχές που μέχρι τώρα δεν είχε δοθεί η απαραίτητη προσοχή και, στην εξέταση προτύπων ή τυπολογιών ανάπτυξης24. Ωστόσο, οι προσπάθειες για διατύπωση θεωριών σχετικά με την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης, αδυνατούν να δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις για το σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου, καθώς στην αναπτυξιακή πορεία της τελευταίας εμφανίζονται μεγάλες διαφορές τόσο σε τοπικό όσο και χρονολογικό επίπεδο. Έτσι, η περιφερειακή προσέγγιση μοιάζει να είναι η πιο αξιόπιστη μεθοδολογικά, για την εξέταση της ευρωπαϊκής οικονομικής ανάπτυξης, εφόσον φαινόμενα ανισομέρειας δείχνουν να κυριαρχούν ακόμα και στο εσωτερικό των εθνικών κρατών25.
Από αυτήν την άποψη, οι διαφορές στο ρυθμό, την ποιότητα, την ένταση, την γεωγραφική κατανομή, καθιστούν την εξέταση της πανευρωπαϊκής οικονομίας και ανάπτυξης μια αρκετά πολύπλοκη διαδικασία. Κατά συνέπεια, οι θεωρήσεις των Annales και αυτές των ιστορικών των επιχειρήσεων, είναι δυνατό να αποτελέσουν χρήσιμες συμπληρωματικές προσεγγίσεις και να αξιοποιηθούν τα μεθοδολογικά εργαλεία και οι κατακτήσεις των ερευνητικών προσπαθειών της καθεμιάς. Στο μέτρο που η έρευνα είναι ακόμα ανοιχτή, εργαλεία όπως αυτά της ποσοτικής ή της ιστορίας των νοοτροπιών, η εστίαση στην περιφερειακή ανάλυση, στοιχεία και μελέτες για το ρόλο των επιχειρήσεων ή την επίδραση των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά και η διεπιστημονική εργασία, δύναται να δώσουν νέες συνθέσεις. Το πολύτιμο υλικό και ο πλουραλισμός των πεδίων έρευνας των δύο τάσεων, μπορούν να βοηθήσουν στην προσπάθεια κατανόησης του οικονομικού παρελθόντος, και να δώσουν απαντήσεις για τις αιτίες οικονομικής καθυστέρησης κάποιων περιοχών ή τα διαφορετικά μοντέλα εθνικής οικονομικής ανάπτυξης. Συμπερασματικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσπάθεια πανευρωπαϊκής προσέγγισης της οικονομικής ιστορίας, μπορεί να ωφεληθεί περισσότερο χρησιμοποιώντας συνδυαστικά κατακτήσεις των δύο τάσεων, παρά αν τις αντιμετωπίσει ως εναλλακτικές προτάσεις.
Βιβλιογραφία:
- Μανδυλαρά Άννα, Η διπλή ζωή της οικονομικής ιστορίας. Θέματα Ευρωπαϊκής Ιστοριογραφίας, Πάτρα, ΕΑΠ, 2008
- AldcroftD – VilleS. επιμ., Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914, εκδ. Αλεξάνδρεια, μτφρ. Ν. Σταματάκης, Αθήνα 2005
- IggersG., Η Ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα, Εκδ. Νεφέλη, μτφρ. Π. Ματάλας, Αθήνα 2005
Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
1 G. Iggers, Η Ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα, Εκδ. Νεφέλη, σελ. 77, μτφρ. Π. Ματάλας, Αθήνα 2005. Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
2 Άννα Β. Μανδυλαρά, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, σελ. 44, Πάτρα 2008. Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
3 G. Iggers, σελ. 87
4 Ο.π, σελ 67
5 Ο.π, σελ. 75
6 Ο.π, σελ. 76
7 Ο.π, σελ. 75
8 Ο.π, σελ. 75
9 Ο.π, σελ. 81
10 Άννα Β. Μανδυλαρά, σελ. 24
11 G. Iggers, σελ. 84
12 Άννα Β. Μανδυλαρά, σελ. 24
13 G. Iggers, σελ. 78
14 Ο.π, σελ. 80,81
15 Ο.π, σελ. 80
16 Ο.π, σελ. 74
17 Ο.π, σελ. 76
18 Ο.π, σελ. 79
19 Ο.π, σελ. 85,86
20 Ο.π, σελ. 89
21 Άννα Β. Μανδυλαρά, σελ. 44,45,46
22 Church R., Επιχειρηματική δράση και διοίκηση επιχειρήσεων, σελ. 137-181, από το Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914, Aldcroft D – Ville S. επιμ., εκδ. Αλεξάνδρεια, μτφρ. Ν. Σταματάκης, Αθήνα 2005
23 Άννα Β. Μανδυλαρά, σελ. 44,45
24 Ο.π., σελ. 53
25 Ο.π., σελ. 54
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου