ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΥΜΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗΣ
Στην προσπάθεια ανάλυσης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, σε μια τόσο εκτεταμένη ζώνη από γεωγραφική, αλλά κι από χρονολογική σκοπιά, όπως αυτή του Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη· πρέπει καταρχήν να επισημάνουμε την ύπαρξη σημαντικών διαφοροποιήσεων μέσα στο χρόνο και το χώρο. Ωστόσο, στο βαθμό που αυτές οι διαφορές δεν αποτελούν τομές και με δεδομένο το εύρος που οφείλει να έχει η συγκεκριμένη εργασία, θα επικεντρωθούμε κυρίως στην ανάδειξη των γενικευμένων τάσεων που χαρακτήρισαν όλη σχεδόν τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Επιπλέον, θα εστιάσουμε στον εντοπισμό των παραγόντων που συνέβαλαν στο σχηματισμό αυτής της διαστρωμάτωσης. Εδώ, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι ο M. Bloch υποστήριζε πως οι μεσαιωνικοί κοινωνικοί θεσμοί και πρακτικές αποτελούσαν μια ετερογενή παρακαταθήκη των εισβολών, σαν αποτέλεσμα της ανάμειξης του ρωμαϊκού νόμου και του εθιμικού δίκαιου των υποτελών στη Ρώμη λαών, με αυτήν των γερμανικών παραδόσεων. Όμως, πέρα από τις όποιες επιρροές του παρελθόντος, το μεσαιωνικό σύστημα, ήταν πρώτιστα δημιούργημα των πιεστικών συνθηκών του παρόντος.[1] Την ίδια περίπου προσέγγιση όσον αφορά την Ιστορία, ως προϊόν διαλεκτικής αλληλεπίδρασης μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, μοιάζει να υιοθετεί και ο Κ. Μαρξ «Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»[2]. Με αυτήν την έννοια, τόσο η άποψη του θεμελιωτή της σχολής των Annale, όσο κι αυτή του Μαρξ μοιάζει να συγκλίνουν στη σημασία που αποδίδουν στην ιστορική κληρονομιά, δίχως όμως να παραγνωρίζουν τον αποφασιστικό ρόλο των συνθηκών του παρόντος για τη διαμόρφωση της εκάστοτε πραγματικότητας. Στη βάση λοιπόν του συγκεκριμένου δυισμού θα επιχειρήσουμε να διακρίνουμε, αφενός, τους παράγοντες λόγω ανάμειξης των ξεχωριστών παραδόσεων που επέφερε η πολιτισμική όσμωση, και αφετέρου, τις παραμέτρους της συγκεκριμένης εποχής που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της μεσαιωνικής κοινωνικής πραγματικότητας.
Επιχειρώντας μια πρώτη σύγκριση, σημαντικότερη ίσως διαφορά του πρώιμου Μεσαίωνα από την εποχή της ρωμαϊκής ακμής, αποτελεί σύμφωνα με τον Κ. Γαγανάκη ο μαζικός εξαγροτισμός της κοινωνίας, λόγω της μετανάστευσης μεγάλων πληθυσμών από την πόλη στην ύπαιθρο. Παρόμοια πορεία ακολούθησαν και οι νέοι επικυρίαρχοι, αν και στη δική τους απόφαση σημαντικό ρόλο μοιάζει να έπαιξε η προτίμηση παρά η ανάγκη[3]. Όμως, ουσιαστικό γνώρισμα του νέου συστήματος παραγωγής, φαίνεται πως ήταν η μόνιμη αναποτελεσματικότητα των προσπαθειών κάλυψης των αναγκών και αυτοσυντήρησης των πληθυσμών. Οι λόγοι της συγκεκριμένης αναποτελεσματικότητας μπορούν να αποδοθούν στην ανεπάρκεια τόσο των καλλιεργούμενων εδαφών όσο και των γεωργικών πρακτικών της εποχής, σε συνάρτηση με παράγοντες κλιματολογικούς[4] και άλλους. Απόρροια των συγκεκριμένων συνθηκών σε συνδυασμό με δεινά της καθημερινότητας, όπως οι επιδημίες ή οι πόλεμοι, αποτέλεσε η αύξηση της θνησιμότητας[5].
Στο επίπεδο της πολιτισμικής όσμωσης, κοινό παρονομαστή των ρωμαϊκών και των γερμανικών κοινοτήτων, υπήρξε η βαθιά κοινωνική ανισότητα. Στο ανώτερο επίπεδο της κοινωνικής ιεραρχίας, από την ένωση προέκυψε συγχώνευση των Ρωμαίων πατρικίων και συγκλητικών με την γερμανική αριστοκρατία του ξίφους, σχηματίζοντας έτσι την νέα αριστοκρατία που αποτέλεσε την κορυφή της πυραμίδας. Στη βάση βρίσκονταν η δουλεία, θεσμός που – αρχικά - ενισχύθηκε από την συγχώνευση. Ενδεικτική είναι η αντιμετώπιση των δούλων, ως εργαλείων παραγωγής πλούτου· τόσο οι ίδιοι, όσο και οι απόγονοί τους ανήκαν στον κύριό τους. Πιο συγκεκριμένα, στη διαστρωμάτωση της υπαίθρου συναντάμε τα παραγωγικά στρώματα των δούλων και των ελεύθερων χωρικών και το παρασιτικό της γαιοκτητικής αριστοκρατίας, το οποίο ιδιοποιούνταν τον πλούτο που παρήγαγαν τα δύο πρώτα[6]. Εξάλλου, ο αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας, δείχνει να συμβάλει στην πολιτική αναβάθμιση των γαιοκτημόνων και στην κατοχύρωση της κεντρικής θέσης στην κοινωνική οργάνωση[7]. Ενώ στα κατώτερα στρώματα, η κοινωνική πραγματικότητα, μέσω και της πρακτικής των μεικτών γάμων, οδήγησε στη σταδιακή κατάργηση του αυστηρού διαχωρισμού δούλων και ελευθέρων, επιτρέποντας την εμφάνιση νέων ενδιάμεσων κατηγοριών, όπως οι απελεύθεροι.[8]
Ήδη από τον πρώιμο Μεσαίωνα, διαφαίνεται η επικράτηση της χωροδεσποτείας ως κεντρικής οικονομικής μονάδας. Συνάμα, η ανάδειξη της αριστοκρατίας ως ισχυρής δύναμης μοιάζει ευθέως ανάλογη με την υποβάθμιση της μοναρχίας και την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας. Παράλληλα, παρατηρούμε την εμφάνιση των μεγάλων αγροκτημάτων, σχεδόν στο σύνολο της Δυτικής Ευρώπης. Βέβαια, τα τελευταία δεν επικράτησαν ολοκληρωτικά, με δεδομένη την ύπαρξη πολλών μικρών και μεσαίων αγροκτημάτων, τα οποία εκμεταλλεύονταν είτε μικρότεροι ευγενείς, είτε κοινότητες ελεύθερων χωρικών[9]. Σημαντικό χαρακτηριστικό αποτελεί το ότι η χωροδεσποτεία, παρά τις διάφορες ειδικότερες μορφές της, προϋπόθετε για τους αγρότες, αφενός μια διπλή υπαγωγή: εκείνη του ανθρώπου ως φυσικού προσώπου κι εκείνη λόγω της κατοχής κάποιας γης, αφετέρου μια διπλή εξάρτηση: η πρώτη ως υποτελείς του χωροδεσπότη και η δεύτερη ως μέλη της κοινότητας.[10] Επιπλέον, το νέο γαιοκτητικό σύστημα συνοδεύτηκε κι από γενικευμένες τάσεις, όπως: Εξάλειψη της διάκρισης μεταξύ των κοινοτήτων δούλων κι ελεύθερων γεωργών, επιβολή ενιαίου βαρύτερου πλαισίου στο σύνολο των χωρικών, επιδείνωση της θέσης των ελεύθερων κοινοτήτων[11].
Σύμφωνα με τον Rosener, Οι ρίζες της χωροδεσποτείας πρέπει να αναζητηθούν στη συνάντηση του ρωμαϊκού αγροτικού καθεστώτος και τη σημασία που αυτό έδινε στη γαιοκτησία, με το αντίστοιχο γερμανικό που βασίζονταν στις σχέσεις κυριαρχίας προσώπων[12]. Ωστόσο, η πολιτισμική όσμωση εξηγεί ως ένα βαθμό το φαινόμενο, εφόσον την εγκαθίδρυση και τη διάδοση του συγκεκριμένου συστήματος ευνόησαν και οι συνθήκες της εποχής, όπως: Η ατονία των νομισματικών ανταλλαγών που περιόριζε σε μέγιστο βαθμό τον κοινωνικό ρόλο του μισθού. Κατά συνέπεια, οι χωροδεσπότες προσανατολίστηκαν είτε στην άμεση εξασφάλιση των όρων επιβίωσης των ανθρώπων της υπηρεσίας τους, είτε στην παραχώρηση γης. Οι συγκεκριμένες λύσεις οδήγησαν στη σύναψη πολύ βαθύτερων σχέσεων από εκείνους της μίσθωσης[13]. Επιπρόσθετα, τη Μεροβίγγεια εποχή, θεσμοί όπως το κράτος ή το γένος αδυνατούν να ανταποκριθούν στο καθήκον της προστασίας των μελών. Έτσι, η σύναψη δεσμών υποτέλειας εξυπηρετεί ένα διπλό στόχο: Πρώτον, την ανάγκη των αδύνατων για προστασία. Δεύτερον, τη βούληση των ισχυρών για διατήρηση του κύρους και της περιουσίας τους, για την οποία η βοήθεια των αδυνάτων υπήρξε αναγκαία. Επίσης, ο ρόλος μπορεί να είναι διπλός, καθώς ένας προστατευόμενος μπορεί ταυτόχρονα να αποτελεί και προστάτη. Η διαμόρφωση λοιπόν του συγκεκριμένου συστήματος, κατά τον Bloch αποτελεί μάλλον υποταγή στις ανάγκες της στιγμής[14]. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε τη συμβολή των εισβολών του 10ου αι, με τους μαζικούς εξανδραποδισμούς και τον τρόμο που έσπειραν, στην ενδυνάμωση των δεσμών υποτέλειας[15]. Αντίθετα, όταν οι ελεύθεροι μπορούσαν να διατηρούν διαρκώς την πολεμική τους δεινότητα, δίχως παράλληλα να υστερούν σε πολεμική τεχνολογία από τους πολεμιστές των φεουδαρχών, ξέφευγαν από τη χωροδεσποτεία. Επίσης, όπου υπήρχε στήριξη από άλλους θεσμούς – αιματοσυγγένεια, δημόσιο δίκαιο – δεν επικράτησε ούτε χωροδεσποτεία, ούτε σχέσεις υποτέλειας[16].
Βέβαια, η εγκαθίδρυση αρχικά και η επέκταση στη συνέχεια της φεουδαρχίας, συνοδεύτηκε από αποφασιστικής σημασίας πολιτικές και ιδεολογικές αλλαγές που πρέπει να επισημάνουμε . Η πρώτη, έχει να κάνει με την αποδυνάμωση της μοναρχίας και τη συνακόλουθη αποκέντρωση της εξουσίας σε τοπικούς πυρήνες. Η οργάνωση των τοπικών πυρήνων βασίστηκε στα πρότυπα των βασιλείων. Ωστόσο, και στο εσωτερικό των επιμέρους επικρατειών, παρατηρήθηκε η αυτονόμηση των μικρότερων αριστοκρατών, συνεπικουρούμενη από τη σχετική οικονομική αυτάρκεια και χαρακτηριζόμενη από συγκεντρωτική εξουσιαστική δομή των φέουδων[17]. Η δεύτερη, εστιάζεται στην ιδεολογική στήριξη του νέου τρόπου οργάνωσης, αναγκαία προϋπόθεση για την αποδοχή του και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Το έργο αυτό ανέλαβε η Εκκλησία με τη θεσμοθέτηση της «ειρήνης του Θεού», σύμφωνα με την οποία· από την μία, αιτιολογούνταν η μεταβίβαση των μοναρχικών εξουσιών στους επισκόπους και τους τοπικούς ευγενείς, σε μια προσπάθεια περιορισμού της βίας· και από την άλλη, νομιμοποιούσε τις σχέσεις εκμετάλλευσης ως αναγκαίο τίμημα για την προσφερόμενη ασφάλεια στο εσωτερικό των κοινοτήτων της υπαίθρου[18]. Στους κόλπους της εκκλησίας, εκπονήθηκε και η θεωρία της κοινωνικής ιεραρχίας, η οποία αποτέλεσε στην συνέχεια την κυρίαρχη ιδεολογία του φεουδαρχικού κόσμου. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η διαίρεση της κοινωνίας ήταν τριμερής και αιώνια. Στο πρώτο επίπεδο ανέρχονταν η πνευματική εξουσία, με τον κλήρο να απαλλάσσεται από φόρους ή υποταγή στην κοσμική εξουσία. Όσον αφορά την εκκλησία, η κορύφωση των δωρεών από τους κοσμικούς κατά τον 11ο αιώνα, θα την αναδείξει σε ηγετική κοσμική δύναμη. Η πολεμική αριστοκρατία έρχονταν, θεωρητικά μόνο, δεύτερη στην κοινωνική ιεραρχία, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούσε την κορυφή της πυραμίδας. Δίχως να αποτελεί παραγωγικό στρώμα, ασκούσε απόλυτο έλεγχο σε γη και ανθρώπους. Κύρια πηγή πλουτισμού της αποτελούσε ο πόλεμος, τις δαπάνες του οποίου κάλυπτε η εργασία των υποτελών της. Τελευταίo στην ιεραρχία, ακολουθούσε το παραγωγικό στρώμα των πληβείων, που είχε καθήκον τη συντήρηση των δύο προηγούμενων. Επιπρόσθετα, στερούνταν σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία του, καθώς η υποχώρηση της δουλείας συνδυάστηκε με την υποβάθμιση των ελεύθερων καλλιεργητών σε δουλοπάροικους[19].
Έτσι, την περίοδο του όψιμου Μεσαίωνα με το χωροδεσποτικό σύστημα να έχει παγιωθεί, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής για την κοινωνική διαστρωμάτωση της υπαίθρου. Στο εσωτερικό της αριστοκρατίας υπήρχαν δύο κύριες ομάδες. Την κορυφή της πυραμίδας αποτελούσαν οι ισχυρότεροι κοσμικοί και πνευματικοί άρχοντες, που κατείχαν τεράστιες χωροδεσποτείες και πλήθος αγροτικών κοινοτήτων. Η διοίκησή τους στηρίζονταν συνήθως στις υπηρεσίες των επιστατών, ενώ εκχωρούσαν μέρος της εξουσίας τους στους τοπικούς τοποτηρητές. Τις χαμηλότερες βαθμίδες της αριστοκρατίας αποτελούσαν οι μικρότεροι αριστοκράτες, οι ιππότες και οι κληρικοί, οι οποίοι διαχειρίζονταν άμεσα τη μικρή τους χωροδεσποτεία.[20]. Παράλληλα, στο εσωτερικό της αγροτικής τάξης είχε επέλθει κοινωνική και νομική ομογενοποίηση, στα χωροδεσποτικά πλαίσια. Στους πρώην δούλους χορηγούνταν υποστατικά από το έδαφος των οποίων ήταν εξαρτημένοι, αλλά διέφεραν ελάχιστα από τους πρώην ελεύθερους χωρικούς, οι οποίοι είχαν καταστεί εξαρτημένοι από τους χωροδεσπότες. Αυτές οι δύο ομάδες συγκρότησαν την υποτελή αγροτική τάξη, ενώ εξαλείφθηκε ο αρχαίος θεσμός της δουλείας. Η αγροτική και η ιπποτική τάξη αποτέλεσαν τις δύο βασικές κοινωνικές ομάδες της υπαίθρου κατά τον Όψιμο Μεσαίωνα. Το σύστημα ξεκίνησε από την επικράτεια του Καρολίγγειου κράτους, αλλά σταδιακά εξαπλώθηκε και στις γειτονικές χώρες[21].
Στην πορεία, σημαντικές εξελίξεις όπως, η ανάπτυξη του αστικού χώρου και η αναζωπύρωση του εμπορίου, η διάδοση του χρήματος, η ανάπτυξη της οικοτεχνίας της υπαίθρου μπορεί να επέφεραν αξιοσημείωτες αλλαγές, μεταξύ των οποίων: αλληλεξάρτηση υπαίθρου και πόλης, αντικατάσταση των αγγαρειών από φόρους, τον καταμερισμό εργασίας, τη διάλυση του συστήματος των επαύλεων και την ανάδειξη των χωριών, όμως η Ευρώπη θα εξακολουθούσε να παραμένει αγροτική στα πλαίσια των φεουδαρχικών σχέσεων εξάρτησης.
Επιπλέον, η μεγάλη κρίση της φεουδαρχίας στη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα κάτω από συνθήκες κορύφωσης της οικονομικής ύφεσης, αλλά και η δημογραφική συρρίκνωση ως αποτέλεσμα λιμών και της επιδημίας της Πανώλης, θα επιφέρουν νέες ανακατατάξεις στο εσωτερικό της Δυτικής Ευρώπης. Μπορεί η αριστοκρατία να βρήκε τρόπους ώστε να βγει από την κρίση κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, όμως ταυτόχρονα η νομική θέση των αγροτών ευνοήθηκε και βελτιώθηκαν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα. Επίσης, σε Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, ο θεσμός της δουλοπαροικίας παράκμασε[22]. Όμως, η σημαντικότερη μακροπρόθεσμη συνέπεια της κρίσης ήταν πιθανά η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Απόρροια του τελευταίου, ήταν η επανεμφάνιση του συγκεντρωτισμού και η ανάδειξη των ισχυρών μοναρχικών κρατών[23].
Εν κατακλείδι, σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τα θεμέλια του συστήματος αποτέλεσαν οι παραγωγικές δυνάμεις των χωρικών· ο μόχθος των οποίων όμως, σε καμία περίπτωση δε συνοδεύτηκε από την ανάλογη κοινωνική και πολιτική αναγνώριση. Οι εξεγέρσεις στις οποίες προσέφευγαν, ως ύστατο μέσο για την διεκδίκηση ή τη διασφάλιση στοιχειωδών δικαιωμάτων, αντανακλά τις συνθήκες έντονης κοινωνικής ανισότητας της εποχής. Εξάλλου, ακόμα και η έκβαση των αντιπαραθέσεων μεταξύ αριστοκρατών και χωρικών, εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τους κατά τόπους συσχετισμούς δυνάμεων ή από την παρουσία παραδόσεων αυτοοργάνωσης των κοινοτήτων. Άραγε οι συγκρούσεις επιβεβαιώνουν την παρατήρηση του Μαρξ πως «Μέχρι τώρα, η ιστορία όλης της κοινωνίας είναι ιστορία ταξικών αγώνων.»[24]; Ή όπως επισημαίνει ο North «Οι πληθυσμιακές μεταβολές και οι πόλεμοι δίνουν το κλειδί για την ερμηνεία των συνδεόμενων με τη φεουδαρχία δομικών μετασχηματισμών»[25]; Τα ερωτήματα παραμένουν πάντα ανοιχτά και αποτελούν πεδίο αντιπαραθέσεων, όπως άλλωστε και το ζήτημα της ανάδειξης του υποκειμένου της κοινωνικής αλλαγής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γαγανάκης Κ, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999
- Bloch M, Η φεουδαλική κοινωνία. Η διαμόρφωση των σχέσεων εξάρτησης, οι τάξεις και η διακυβέρνηση των ανθρώπων, Εκδ. Κάλβος, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα 1987
- Μαρξ Κ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987
- Μαρξ Κ. – Ένγκελς Φ., Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Εκδ. Θεμέλιο, μτφρ. Γ. Κόττης, Εισαγωγή Hobsbawm E., Αθήνα 2004
- North D. C., Δομή και μεταβολές στην Οικονομική Ιστορία, Εκδ. Κριτική, Α. Αλεξιάδη, Αθήνα 2000
- Rosener W., Οι αγρότες στην Ευρώπη, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, μτφρ. Δημητρούκας Ι., Αθήνα 1999
Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
[1] Bloch M, Η φεουδαλική κοινωνία . Η διαμόρφωση των σχέσεων εξάρτησης, οι τάξεις και η διακυβέρνηση των ανθρώπων, Εκδ. Κάλβος, σ. 217, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα 1987. Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
[2] Μαρξ Κ., Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σ. 11, Αθήνα 1987
[3] Κ. Γαγανάκης, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, σελ 23, Πάτρα 1999. Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
[4] Ιδιαίτερα σημαντικής σημασίας αξιολογεί την περιβαντολογική επίδραση στην οικονομία και τις κοινωνικές εξελίξεις, σε όλη τη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων ο W. Rosener.Πιο συγκεκριμένα W. Rosener, Οι αγρότες στην Ευρώπη, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ.97,98, 135, μτφρ. Ι. Δημητρούκας, Αθήνα 1999. Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
[5] Κ. Γαγανάκης, σελ. 22
[6] Ο.π, σελ. 24
[7] W. Rosener, σ. 72.
[8] Κ. Γαγανάκης, σελ. 25
[9] Ο.π, σελ. 27
[10] Bloch M, σελ. 330,331
[11] Γαγανάκης, σελ. 28
[12] W. Rosener, σελ. 75
[13] Bloch M, σελ. 113
[14] Ο.π, σελ. 216
[15] Γαγανάκης, σελ. 36,37
[16] Bloch M, σελ. 338
[17] Γαγανάκης, σελ. 41
[18] Ο.π, σελ. 41,42
[19] Ο.π, σελ. 42,43
[20] Ο.π, σελ. 46,47
[21] W. Rosener, σελ. 95,96
[22] W. Rosener, σελ. 158
[23] Γαγανάκης, σελ. 72
[24] Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Εκδ. Θεμέλιο, σελ. 45, μτφρ. Γ. Κόττης, Αθήνα 2004
[25] D. C. North, Δομή και μεταβολές στην Οικονομική Ιστορία, Εκδ. Κριτική, σελ. 203, Α. Αλεξιάδη, Αθήνα 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου